εὔχρηστον

εὔχρηστον
εὔχρηστος
useful
masc/fem acc sg
εὔχρηστος
useful
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • благопотребьныи — (8*) пр. Полезный, пригодный: съсудъ избранъ бл҃гопотребѣнъ. Пр 1383, 69г; Оугодникъ же моисии. и иже с нимь слоужиша б҃ви изволениѥмь бл҃гымъ. съсоуди бл҃гопотребнии соуще своемоу вл(д)цѣ (εὔχρηστα) ПНЧ XIV, 3а; И поне же всѩкы истѩзании ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… …   Dictionary of Greek

  • συναποκαθαίρομαι — Α καθαρίζομαι μαζί με κάτι άλλο («οὐ γὰρ συναποκαθαίρεται τῷ ἀχυρώδει... τὸ εὔχρηστον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκαθαίρομαι «καθαρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”